κόνδυλος

κόνδυλος
I
(Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου του βραχιoνίου και του μηριαίου οστού. Οι αρθρικές κοιλότητες που δέχονται τους κ. ονομάζονται γληνοειδείς. Τα οστά της πρώτης σειράς του καρπού σχηματίζουν αρθρική επιφάνεια, η οποία ονομάζεται καρπιαίος κ. και συνδέεται άμεσα με τα δύο οστά του πήχη.
II
(Βοτ.). Υπόγειος βλαστός που έχει αποταμιευτικό ρόλο. Το φαινόμενο της κονδυλοποίησης περιλαμβάνει έντονο πολλαπλασιασμό και ανάπτυξη των παρεγχυματικών κυττάρων της εντεριώνης, καθώς και την ανάπτυξη του αγωγού συστήματος· τα παρεγχυματικά κύτταρα αποθηκεύουν αποταμιευτικές ουσίες που συντίθενται σε άλλα μέρη του φυτού και μεταφέρονται σε αυτά μέσω του αγωγού συστήματος, δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο στη ρίζα σαρκώδη τμήματα (για παράδειγμα, πατάτα). Στις περισσότερες περιπτώσεις το άμυλο αποτελεί την κύρια αποταμιευτική ουσία, ωστόσο μπορεί να υποκατασταθεί από άλλους πολυσακχαρίτες, μεταξύ των οποίων συχνή είναι η ινουλίνη (κ. του ηλίανθου του κονδυλόρριζου) ή από υγρά (κ. της οξαλίδας). Αυτή η υπερβολική διόγκωση της εντεριώνης προκαλεί τη μετατόπιση του πλέγματος των αγγειωδών δεσμίδων προς την περιφέρεια του κ. σε μια κανονική στεφάνη, ελάχιστα χιλιοστά κάτω από τον φλοιό. Η φύση του κ. ως βλαστού φαίνεται και από τους ευδιάκριτους οφθαλμούς (μάτια στην πατάτα), οι οποίοι τον διαφοροποιούν από τη ρίζα και από τους οποίους μπορούν να αναπτυχθούν, με αγενή αναπαραγωγή, νεαρά φυτά. Ειδικές μορφές κονδυλοποίησης παρουσιάζουν οι κονδυλώδεις βολβοί (κρόκος, κολχικό), που είναι, όπως οι κ., υπερτροφικοί βλαστοί, περιβαλλόμενοι από σαρκώδη φύλλα παρόμοια με τους χιτώνες των πραγματικών βολβών.
Το φαινόμενο της κονδυλοποίησης παρατηρείται μερικές φορές και στις ρίζες (κονδυλώδεις ρίζες), ως διαφοροποίηση των θυσανωδών ριζών μονοκοτυλήδονων και δικοτυλήδονων φυτών σε αποταμιευτικό όργανο· για παράδειγμα, στα πολυετή φυτά οι ρίζες αρκετά συχνά συγκεντρώνουν στους ιστούς τους θρεπτικές ουσίες, που τις αποδεσμεύουν και τις χρησιμοποιούν την άνοιξη, κατά την έναρξη της βλάστησης (για παράδειγμα, η ντάλια).
* * *
ο (ΑM κόνδυλος)
κυρτή υποστρόγγυλη ή ωοειδής αρθρική επιφάνεια ενός οστού
νεοελλ.
1. βοτ. διόγκωση τού βλαστού, τής ρίζας, τού ριζώματος ή τών διακλαδώσεών τους η οποία περιέχει αποθησαυριστικές ουσίες («η πατάτα είναι αμυλούχος κόνδυλος».)
2. γεωλ. αποστρογγυλωμένο ορυκτό σύγκριμα το οποίο διακρίνεται και μπορεί να διαχωριστεί από τον γεωλογικό σχηματισμό μέσα στον οποίο απαντά
μσν.
μονάδα μήκους ίση με τον αντίχειρα ή με δύο δακτύλους
μσν.-αρχ.
κάθε σκληρό και οστεώδες εξόγκωμα («εἶχεν ἄνωθεν τοῡ ἥλου δύο κονδύλους», Ιπποκρ.)
αρχ.
1. η κλειστή παλάμη τού χεριού, η γροθιά, η πυγμή
2. συνεκδ. χτύπημα με τη γροθιά, γρονθοκόπημα («παιδὸς ὀψοφαγοῡντος ὁ Διογένης τῷ παιδαγωγῷ κόνδυλον ἔδωκεν», Πλούτ.)
3. η κλείδωση τού δακτύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδοι «αστράγαλοι» (Ησύχ.) + επίθημα -ύλος, που απαντά και σε άλλες ονομ. μελών τού σώματος (πρβλ. δάκτ-υλος, σφόνδ-υλος / σπόνδ-υλος). Η σύνδεση τής λ. με αρχ ινδ. kanda- «βολβός, όγκος» είναι αβέβαιη.
ΠΑΡ. κονδυλώδης, κονδύλωμα
αρχ.
κονδυλούμαι, κονδύλωσις, κονδυλωτός
αρχ.-μσν.
κονδυλίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κονδυλοειδής
νεοελλ.
κονδυλόρριζος, κονδυλοφόρος. (Β' συνθετικό) ακόνδυλος
αρχ.
δαμασικόνδυλος, δικόνδυλος, μετακόνδυλος, μονοκόνδυλος, ρυποκόνδυλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κόνδυλος — knuckle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόνδυλος — ο 1. εξόγκωμα του οστού στην άρθρωση, κλείδωση. 2. σαρκώδες διόγκωμα ριζώματος που έχει μικρά φύλλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κονδύλοις — κόνδυλος knuckle masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδύλοισι — κόνδυλος knuckle masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδύλου — κόνδυλος knuckle masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδύλους — κόνδυλος knuckle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδύλων — κόνδυλος knuckle masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδύλῳ — κόνδυλος knuckle masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόνδυλοι — κόνδυλος knuckle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόνδυλον — κόνδυλος knuckle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”